τριαδικῶς

τριαδικῶς
τριαδικός
of three
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριαδικώς — Α επίρρ. βλ. τριαδικός …   Dictionary of Greek

  • τριαδικός — ή, ό / τριαδικός, ή, όν, ΝΜΑ [τριάς, άδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους τής βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐՐՈՐԴԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0704 Chronological Sequence: Unknown date մ. τριαδικῶς Իբրեւ երրորդութիւն. որպէս երեքանձնեայ. *Վերօրհնել ուսանելով երրորդաբար զմի աստուածութիւն. Մաքս. եկեղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”